- δεξιώνομαι
- δεξιώθηκα, υποδέχομαι και περιποιούμαι καλεσμένους με τρόπο επίσημο: Στο γάμο του δεξιώθηκε τετρακόσιους ανθρώπους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεξιώνομαι — δεξιώνομαι, δεξιώθηκα βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δεξιώνομαι — βλ. δεξιούμαι … Dictionary of Greek
δεξιούμαι — και δεξιώνομαι (AM δεξιοῦμαι, όομαι) χαιρετώ κάποιον σφίγγοντας το δεξί του χέρι του, καλωσορίζω νεοελλ. καλωσορίζω επίσημους προσκεκλημένους II (αρχ. φρ. 1 «δεξιοῦμαι θεοῑς» υψώνω το δεξί μου χέρι για να τιμήσω τους θεούς 2. «πυκνὴν ἄμυστιν… … Dictionary of Greek
υποδέχομαι — υποδέχτηκα 1. μτβ., δέχομαι κάτι που πέφτει ή πνέει από πάνω: Η στέρνα υποδέχεται το νερό από το λούκι. 2. δέχομαι φιλόφρονα κάποιον, τον προϋπαντώ όταν έρχεται, τον δεξιώνομαι: Τον υποδέχτηκε στο κεφαλόσκαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)